δεκαταρχία

δεκαταρχία
δεκαταρχία, η (Α) [δεκάταρχος]
1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ.
2. το αξίωμα τού δεκατάρχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”